εναποταμιεύω

εναποταμιεύω
(Μ ἐναποταμιεύω)
αποταμιεύω σε κατάλληλο τόπο, αποθησαυρίζω
2. φυλάω σε αποθήκη (ιδίως τρόφιμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”